ψωμόλυσσα

ψωμόλυσσα
η
1. υπερβολική πείνα.
2. άνθρωπος πειναλέος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψωμόλυσσα — η, Ν 1. πολύ έντονη πείνα 2. πειναλέος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + λύσσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”